σφυρηλατώ

σφυρηλατώ
-ησα, -ήθηκα, -ημένος
1. κατεργάζομαι τα μέταλλα με το σφυρί: Σφυρηλάτησαν τη λαμαρίνα του αυτοκινήτου για να ισιώσει.
2. διαμορφώνω με συχνή άσκηση: Η νέα γενιά σφυρηλατήθηκε μέσα από συνεχείς αγώνες για ελευθερία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφυρηλατώ — σφυρηλατῶ, έω, ΝΜΑ [σφυρήλατος (Ι)] κατεργάζομαι τα μέταλλα με τη σφύρα, σφυροκοπώ νεοελλ. μτφ. διαπλάθω τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου με επίμονη άσκηση («η άσκηση και οι δυσκολίες σφυρηλατούν τον χαρακτήρα τών παιδιών») …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλατώ — σφυρηλατώ, σφυρηλάτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφυρηλατῶ — σφυρηλατέω work with the hammer pres subj act 1st sg (attic epic doric) σφυρηλατέω work with the hammer pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρηλάτῳ — σφῡρηλάτῳ , σφυρήλατος wrought with the hammer masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρηλάτηση — Επεξεργασία με την οποία τα μέταλλα, αφού θερμανθούν σε κατάλληλη θερμοκρασία, υποβάλλονται σε μια σειρά επανειλημμένων κρούσεων για να τους δοθεί η επιθυμητή μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή πολύπλοκων κομματιών με πολλές προεξοχές …   Dictionary of Greek

  • ανέλατος — η, ο (Α ἀνέλατος, ον) αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση αρχ. βλ. ανήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • αργυρήλατος — ἀργυρήλατος, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος ή διακοσμημένος με σφυρηλατημένο άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ελατός (με έκταση της πρώτης συλλαβής κατά τη σύνθεση) < ελαύνω «σφυρηλατώ (για μέταλλα)»] …   Dictionary of Greek

  • βαρυκοπώ — ( άω) [βαρυκόπος] χτυπώ με τη βαριά επάνω στο αμόνι, σφυρηλατώ …   Dictionary of Greek

  • διατορεύω — (AM διατορεύω) [τορεύω] σφυρηλατώ, χαράζω, σκαλίζω …   Dictionary of Greek

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”