σφυρηλατώ — σφυρηλατῶ, έω, ΝΜΑ [σφυρήλατος (Ι)] κατεργάζομαι τα μέταλλα με τη σφύρα, σφυροκοπώ νεοελλ. μτφ. διαπλάθω τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου με επίμονη άσκηση («η άσκηση και οι δυσκολίες σφυρηλατούν τον χαρακτήρα τών παιδιών») … Dictionary of Greek
σφυρηλατώ — σφυρηλατώ, σφυρηλάτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφυρηλατῶ — σφυρηλατέω work with the hammer pres subj act 1st sg (attic epic doric) σφυρηλατέω work with the hammer pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυρηλάτῳ — σφῡρηλάτῳ , σφυρήλατος wrought with the hammer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυρηλάτηση — Επεξεργασία με την οποία τα μέταλλα, αφού θερμανθούν σε κατάλληλη θερμοκρασία, υποβάλλονται σε μια σειρά επανειλημμένων κρούσεων για να τους δοθεί η επιθυμητή μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή πολύπλοκων κομματιών με πολλές προεξοχές … Dictionary of Greek
ανέλατος — η, ο (Α ἀνέλατος, ον) αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση αρχ. βλ. ανήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»] … Dictionary of Greek
αργυρήλατος — ἀργυρήλατος, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος ή διακοσμημένος με σφυρηλατημένο άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ελατός (με έκταση της πρώτης συλλαβής κατά τη σύνθεση) < ελαύνω «σφυρηλατώ (για μέταλλα)»] … Dictionary of Greek
βαρυκοπώ — ( άω) [βαρυκόπος] χτυπώ με τη βαριά επάνω στο αμόνι, σφυρηλατώ … Dictionary of Greek
διατορεύω — (AM διατορεύω) [τορεύω] σφυρηλατώ, χαράζω, σκαλίζω … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek